ἀνισόπλευρα

ἀνισόπλευρα
ἀνισόπλευρος
scalene
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμβονυχία — (ambonychia). Γένος μαλακίων που έχει εκλείψει. Ανήκαν στην τάξη των ανισομυαρίων, της ομοταξίας των ελασματοβραγχιωτών. Τα κελύφη τους ήταν θολωτά και ανισόπλευρα, ενώ το χείλος του κλείθρου ήταν μακρύ και ευθύ. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”